- ἀνθίζει
- ἀνθίζωstrewpres ind mp 2nd sgἀνθίζωstrewpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υμενοκαλλίδα — (hymenocallis). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των Αμαρυλλίδων. Είναι πόες με βολβό, από τον οποίο φυτρώνει ο παχύς βλαστός τους. Τα φύλλα τους είναι λογχοειδή και γραμμοειδή και τα άνθη τους είναι άσπρα και σπανιότερα κίτρινα.… … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
λευκόιο — (Leukojum). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών, της οικογένειας των αμαρυλλίδων. Το λ. είναι βολβόριζη πόα με χιτωνοφόρο βολβό, ύψους 10 20 εκ., παράριζα, στενά και γραμμοειδή φύλλα και λεπτό στέλεχος με λευκά άνθη, τα οποία έχουν έξι ωοειδή, ισομεγέθη… … Dictionary of Greek
αγιούγκα — (ajuga). Χαμηλά, ποώδη μονοετή ή πολυετή φυτά της οικογένειας των χειλανθών. Στο γένος αυτό ανήκουν 50 είδη των εύκρατων περιοχών, από τα οποία μερικά υπάρχουν και στην Ελλάδα. Τα φύλλα τους είναι απλά ή παρουσιάζουν σχισμές. Τα άνθη έχουν χρώμα… … Dictionary of Greek
γάλανθος — (galanthus). Γένος ποωδών, βολβόριζων φυτών της οικογένειας των αμαρυλλιδών, ιθαγενών της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας, που περιλαμβάνει 10 είδη, από τα οποία τα δύο ευδοκιμούν και στην Ελλάδα, ο γ. ο χιονώδης και ο γ. της βασίλισσας Όλγας. Το… … Dictionary of Greek
μουσμουλιά ή μεσπουλιά — Κοινή ονομασία δύο οπωροφόρων δέντρων διαφορετικού γένους: της εριοβότρυος της ιαπωνικής και της μεσπιλέας της γερμανικής, αλλά της ίδιας οικογένειας, των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Πιο διαδεδομένη και πιο γνωστή στην Ελλάδα είναι η πρώτη. Κατάγεται … Dictionary of Greek
έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση … Dictionary of Greek
αγάπανθος — (agapanthus).Ποώδη φυτά της νότιας Αφρικής που ανήκουν στην οικογένεια των λιλιιδών. Τα φύλλα τους είναι ταινιόμορφα. Τα άνθη έχουν χρώμα μπλε, βαθυκόκκινο μπλε ή άσπρο και βρίσκονται στην κορυφή ενός στελέχους. H ρίζα είναι σαρκώδης ή κονδυλώδης … Dictionary of Greek
αγιόκλημα — Ονομασία διαφόρων αναρριχητικών θάμνων της οικογένειας των καπριφυλλιδών, που είναι γνωστοί και με την επιστημονική ονομασία τους, λονικέρα. Σε ορισμένα είδη τα φύλλα του τελευταίου ζεύγους της κορυφής των κλαδιών συνενώνονται στη βάση και… … Dictionary of Greek
ακταία — (actaea). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουνκουλιδών, με δύο μόνο είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Το πρώτο, η α. η σταχυανθής, φυτρώνει και στα δάση της βόρειας Ελλάδας.… … Dictionary of Greek